κηροποιός

κηροποιός
ο изготовитель свечей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κηροποιός" в других словарях:

  • κηροποιός — ο (Α κηροποιός, όν) αυτός που κατασκευάζει κεριά και λαμπάδες, κηροπλάστης αρχ. ως επίθ. αυτός που εκκρίνει, που παράγει κερί («ζῷον κηροποιόν» ζώο που παράγει κερί, Σχόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κηροποιόν — κηροποιός making wax masc/fem acc sg κηροποιός making wax neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • κηροποιία — η [κηροποιός] η τέχνη τής κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστική …   Dictionary of Greek

  • κηροποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστείο, κεράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • Μπρούνο, Τζορντάνο — (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600). Ιταλός φιλόσοφος. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φιλίπο, αλλά έλαβε το όνομα Τζορντάνο όταν, σε ηλικία δέκα οχτώ ετών, μπήκε σε μοναστήρι Δομινικανών στη Νάπολη. Πνεύμα ανήσυχο, φύση ορμητική και μαχητική,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»